Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT
Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:
πώς χρησιμοποιείται η λέξη
συχνότητα χρήσης
χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
επιλογές μετάφρασης λέξεων
παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
ετυμολογία
Μετάφραση κειμένου με χρήση τεχνητής νοημοσύνης
Εισαγάγετε οποιοδήποτε κείμενο. Η μετάφραση θα γίνει με τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης.
Συζήτηση ρημάτων με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης ChatGPT
Εισάγετε ένα ρήμα σε οποιαδήποτε γλώσσα. Το σύστημα θα εκδώσει έναν πίνακα συζήτησης του ρήματος σε όλες τις πιθανές χρόνους.
Αίτημα ελεύθερης μορφής στο ChatGPT τεχνητής νοημοσύνης
Εισαγάγετε οποιαδήποτε ερώτηση σε ελεύθερη μορφή σε οποιαδήποτε γλώσσα.
Μπορείτε να εισαγάγετε λεπτομερή ερωτήματα που αποτελούνται από πολλές προτάσεις. Για παράδειγμα:
Δώστε όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την ιστορία της εξημέρωσης κατοικίδιων γατών. Πώς συνέβη που οι άνθρωποι άρχισαν να εξημερώνουν γάτες στην Ισπανία; Ποιες διάσημες ιστορικές προσωπικότητες από την ισπανική ιστορία είναι γνωστό ότι είναι ιδιοκτήτες οικόσιτων γατών; Ο ρόλος των γατών στη σύγχρονη ισπανική κοινωνία.
несов. перех.
1) Добывать с помощью насоса какую-л. жидкость.
2) а) Наполнять что-л. жидкостью или газом с помощью насоса.
б) перен. разг.-сниж. Усиленно внушать кому-л. какие-л. мысли, убеждения.
3) а) перен. разг.-сниж. Поить кого-л. чем-л. в большом количестве.
б) Доводить кого-л. до состояния полного опьянения.
накачивать
НАКАЧИВАТЬ, накачать, накачнуть что, или кого, на что; чего куда или во что. Близко на дерево накачиваешь (качели), неравно накачнешь да зашибешь. Накачать воды, поднять насосом и напустить или налить. Одним ударом поршня какачнул с полведра. -ся, страд., ·возвр. или ·средин. по смыслу речи. В духовое ружье накачивается воздух. Меня толкнули, я и накачнулся на него. Мы вволю накачались сегодня. Накачиванье ·длит. накачанье ·окончат. накачка жен., ·об. действие по гл. Накачная вода, накаченная. Накачливый насос, мягкий на ходу и спорый, водный.
накачивать
НАК'АЧИВАТЬ, накачиваю, накачиваешь. ·несовер. к накачать .